Έθνος - 23/02/2008
«Ηχος...» πολιτικός
Το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη «Ο ήχος του όπλου» ανεβαίνει μετά 21 χρόνια ξανά στην Αθήνα αναζητώντας «τους σπόρους του 80» με την Τάνια Τσανακλίδου στον ρόλο της μάνας
της Αντιγόνης Καράλη
Ενα καλοκαιριάτικο απόγευμα, μια γυναίκα παντρεμένη από χρόνια στην επαρχία έρχεται στην Αθήνα να ψηφίσει στις βουλευτικές εκλογές. Εχει πολύ τρακ γιατί μετά έναν χρόνο θα συναντήσει τον 18χρονο γιο της, αλλά και άλλα πρόσωπα. Ολα θα συμβούν μέσα σε λίγες ώρες, ενώ έξω μαίνεται η πανηγυρική ατμόσφαιρα με χαρούμενους ανθρώπους να διαδηλώνουν, τύψεις αλλά και γλυκές στιγμές ευφορίας, όλα αναγνωρίσιμα από πάντα. Αυτό είναι το υλικό του «Ηχου του όπλου» του έργου της Λούλας Αναγνωστάκη, που αποτέλεσε την τελευταία σκηνοθετική δουλειά του Καρόλου Κουν σε μια αξέχαστη παράσταση στο «Υπόγειο» του «Θεάτρου Τέχνης».
Ηθοποιός - περφόρμερ
Είκοσι ένα χρόνια μετά εκείνη την ιστορική πρεμιέρα το έργο ξαναβλέπει το φως σε αθηναϊκή σκηνή (στην περιφέρεια έχει ανέβει πολλάκις), μια και η ίδια η συγγραφέας του, σεβόμενη τη μνήμη του Κουν, δεν θέλησε μέχρι τώρα να το ανεβάσει κάποιος άλλος. Ο χρόνος πέρασε, συμπληρώθηκαν πια είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Κουν και ο «Ηχος του όπλου» και οι ήρωές του έρχονται να μας ξανασυστηθούν εκ νέου στο «104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης», μέσα από μια παράσταση με ηθοποιούς-περφόρμερ που στοχεύει να «βρει το πέρασμα του έργου στο σήμερα... ανοίγοντας διάλογο με το σημερινό κοινό». Η σκηνοθέτις της, Ελλη Παπακωνσταντίνου έχει «κλείσει τη δεκαετία του 80 σε βιτρίνα» κι αναζητά «τι έγιναν οι ελπίδες και οι σπόροι του 80» καθώς και «τη σχέση της πολιτικής, του δημόσιου στίβου με την οικογένεια».
Κι αν η «είδηση» του ανεβάσματος από μόνη της λέει πολλά έρχεται «καπάκι» και η δεύτερη. Η Τάνια Τσανακλίδου ερμηνεύει τον ρόλο της μάνας, της Κάτιας. Μετά χρόνια η ερμηνεύτρια λέει «ναι» σε μια αμιγώς θεατρική παράσταση, αν και... «ποτέ δεν έφυγα από το θέατρο. Από όταν εγκατέλειψα τη λειτουργία του ηθοποιού, ο τρόπος που τραγουδάω, ο τρόπος που στήνω τις παραστάσεις μου όλα αυτά τα χρόνια από κει ξεκινούν. Ποτέ μου δεν θεώρησα ότι το τραγούδι είναι κάτι που δεν είναι θέατρο. Πρωτίστως θέατρο. Ετσι τουλάχιστον όπως το κάνω εγώ», σημειώνει. «Το μυστηριακό και το ιδιαίτερο είναι ότι διπλωματικές εξετάσεις σαν ηθοποιός έδωσα με έργο της Αναγνωστάκη, την Παρέλαση. Χαίρομαι πάρα πολύ, γιατί τώρα είναι σαν να κλείνει ένας κύκλος».
Πώς βίωσε όλη αυτή την εμπειρία; «Δεν κρύβω ότι είχα πολύ μεγάλη αγωνία. Πώς θα λειτουργούσα, αν θα μου άρεσε όλο αυτό. Μου άρεσε πολύ. Χάρηκα πάρα πολύ τις πρόβες σε τέτοιον βαθμό που δεν με ενδιαφέρει τι θα είναι η παράσταση. Το κέρδος το έχω ήδη».
Η παράσταση, κατά τη δική της εκτίμηση, είναι «καταγγελτική με έναν δικό της τρόπο. Είναι πολιτική. Δεν μου αρέσει ο ναρκισσισμός του τύπου κλεινόμαστε σε έναν ρόλο και δείτε τι ωραία που παίζουμε. Εχει πολιτικό λόγο ευθύ, ιδιαίτερα αιχμηρό πράγμα που με ενδιαφέρει γιατί αλλιώς, γιατί να το κάνει κανείς; Αν δεν αλλάζεις τον άλλο στην πλατεία είναι πολύ ακραίος ναρκισσισμός να κάνεις θέατρο. Πρέπει κάπως να τον αλλάζεις και να αλλάζεις εσύ ο ίδιος μέσα από αυτό. Νομίζω ότι η παράσταση αυτό θα το πετύχει».
Αναφερόμενη στον ρόλο λέει ότι η Κάτια είναι ένα «σκληρότατο πλάσμα. Εχει αυτή την αδυσώπητη σκληράδα που έχουν οι πολύ ευαίσθητοι άνθρωποι που κάποια στιγμή αποφασίζουν ότι κλείνουν όλα τα παράθυρα της επικοινωνίας με το σύμπαν. Κι αυτό τους κάνει να είναι λεπίδες κοφτερές και για το περιβάλλον τους και για τον ίδιο τον εαυτό τους».
Η Χρύσα Σπηλιώτη υποδύεται τη Μαρίκα, τον «πιο κρυφό ρόλο του έργου. Δεν δίνονται τα γιατί. Γιατί κοιμάται με τον γιο της καλύτερής της φίλης ενώ η μητέρα που είναι στην επαρχία της τον έχει εμπιστευτεί να τον φιλοξενήσει;
Αυτό έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και για μένα και για την παράσταση». Το πιο «αθωωμένο» πρόσωπο, τον 18χρονο Μιχάλη, ερμηνεύει ο Μάνος Καρατζογιάννης. «Ο Μιχάλης θέλει να κάνει κάτι για τον εαυτό του, να φύγει και να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Να αφήσει την οικογένειά του, όλα όσα τον καταπιέζουν, τη σχέση με τη μητέρα του που τον κυνηγά και να διεκδικήσει την ησυχία του και την ελευθερία του», λέει. «Αν φύγουμε από την εποχή του έργου κι έλθουμε στο 2008 είναι κάτι που το έχουμε ανάγκη όλοι πια, την ελευθερία, την ησυχία, αφού στις μέρες μας ο προσωπικός μας χώρος απειλείται από όλα αυτά που συμβαίνουν».
Το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη «Ο ήχος του όπλου» ανεβαίνει μετά 21 χρόνια ξανά στην Αθήνα αναζητώντας «τους σπόρους του 80» με την Τάνια Τσανακλίδου στον ρόλο της μάνας
της Αντιγόνης Καράλη
Ενα καλοκαιριάτικο απόγευμα, μια γυναίκα παντρεμένη από χρόνια στην επαρχία έρχεται στην Αθήνα να ψηφίσει στις βουλευτικές εκλογές. Εχει πολύ τρακ γιατί μετά έναν χρόνο θα συναντήσει τον 18χρονο γιο της, αλλά και άλλα πρόσωπα. Ολα θα συμβούν μέσα σε λίγες ώρες, ενώ έξω μαίνεται η πανηγυρική ατμόσφαιρα με χαρούμενους ανθρώπους να διαδηλώνουν, τύψεις αλλά και γλυκές στιγμές ευφορίας, όλα αναγνωρίσιμα από πάντα. Αυτό είναι το υλικό του «Ηχου του όπλου» του έργου της Λούλας Αναγνωστάκη, που αποτέλεσε την τελευταία σκηνοθετική δουλειά του Καρόλου Κουν σε μια αξέχαστη παράσταση στο «Υπόγειο» του «Θεάτρου Τέχνης».
Ηθοποιός - περφόρμερ
Είκοσι ένα χρόνια μετά εκείνη την ιστορική πρεμιέρα το έργο ξαναβλέπει το φως σε αθηναϊκή σκηνή (στην περιφέρεια έχει ανέβει πολλάκις), μια και η ίδια η συγγραφέας του, σεβόμενη τη μνήμη του Κουν, δεν θέλησε μέχρι τώρα να το ανεβάσει κάποιος άλλος. Ο χρόνος πέρασε, συμπληρώθηκαν πια είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Κουν και ο «Ηχος του όπλου» και οι ήρωές του έρχονται να μας ξανασυστηθούν εκ νέου στο «104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης», μέσα από μια παράσταση με ηθοποιούς-περφόρμερ που στοχεύει να «βρει το πέρασμα του έργου στο σήμερα... ανοίγοντας διάλογο με το σημερινό κοινό». Η σκηνοθέτις της, Ελλη Παπακωνσταντίνου έχει «κλείσει τη δεκαετία του 80 σε βιτρίνα» κι αναζητά «τι έγιναν οι ελπίδες και οι σπόροι του 80» καθώς και «τη σχέση της πολιτικής, του δημόσιου στίβου με την οικογένεια».
Κι αν η «είδηση» του ανεβάσματος από μόνη της λέει πολλά έρχεται «καπάκι» και η δεύτερη. Η Τάνια Τσανακλίδου ερμηνεύει τον ρόλο της μάνας, της Κάτιας. Μετά χρόνια η ερμηνεύτρια λέει «ναι» σε μια αμιγώς θεατρική παράσταση, αν και... «ποτέ δεν έφυγα από το θέατρο. Από όταν εγκατέλειψα τη λειτουργία του ηθοποιού, ο τρόπος που τραγουδάω, ο τρόπος που στήνω τις παραστάσεις μου όλα αυτά τα χρόνια από κει ξεκινούν. Ποτέ μου δεν θεώρησα ότι το τραγούδι είναι κάτι που δεν είναι θέατρο. Πρωτίστως θέατρο. Ετσι τουλάχιστον όπως το κάνω εγώ», σημειώνει. «Το μυστηριακό και το ιδιαίτερο είναι ότι διπλωματικές εξετάσεις σαν ηθοποιός έδωσα με έργο της Αναγνωστάκη, την Παρέλαση. Χαίρομαι πάρα πολύ, γιατί τώρα είναι σαν να κλείνει ένας κύκλος».
Πώς βίωσε όλη αυτή την εμπειρία; «Δεν κρύβω ότι είχα πολύ μεγάλη αγωνία. Πώς θα λειτουργούσα, αν θα μου άρεσε όλο αυτό. Μου άρεσε πολύ. Χάρηκα πάρα πολύ τις πρόβες σε τέτοιον βαθμό που δεν με ενδιαφέρει τι θα είναι η παράσταση. Το κέρδος το έχω ήδη».
Η παράσταση, κατά τη δική της εκτίμηση, είναι «καταγγελτική με έναν δικό της τρόπο. Είναι πολιτική. Δεν μου αρέσει ο ναρκισσισμός του τύπου κλεινόμαστε σε έναν ρόλο και δείτε τι ωραία που παίζουμε. Εχει πολιτικό λόγο ευθύ, ιδιαίτερα αιχμηρό πράγμα που με ενδιαφέρει γιατί αλλιώς, γιατί να το κάνει κανείς; Αν δεν αλλάζεις τον άλλο στην πλατεία είναι πολύ ακραίος ναρκισσισμός να κάνεις θέατρο. Πρέπει κάπως να τον αλλάζεις και να αλλάζεις εσύ ο ίδιος μέσα από αυτό. Νομίζω ότι η παράσταση αυτό θα το πετύχει».
Αναφερόμενη στον ρόλο λέει ότι η Κάτια είναι ένα «σκληρότατο πλάσμα. Εχει αυτή την αδυσώπητη σκληράδα που έχουν οι πολύ ευαίσθητοι άνθρωποι που κάποια στιγμή αποφασίζουν ότι κλείνουν όλα τα παράθυρα της επικοινωνίας με το σύμπαν. Κι αυτό τους κάνει να είναι λεπίδες κοφτερές και για το περιβάλλον τους και για τον ίδιο τον εαυτό τους».
Η Χρύσα Σπηλιώτη υποδύεται τη Μαρίκα, τον «πιο κρυφό ρόλο του έργου. Δεν δίνονται τα γιατί. Γιατί κοιμάται με τον γιο της καλύτερής της φίλης ενώ η μητέρα που είναι στην επαρχία της τον έχει εμπιστευτεί να τον φιλοξενήσει;
Αυτό έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και για μένα και για την παράσταση». Το πιο «αθωωμένο» πρόσωπο, τον 18χρονο Μιχάλη, ερμηνεύει ο Μάνος Καρατζογιάννης. «Ο Μιχάλης θέλει να κάνει κάτι για τον εαυτό του, να φύγει και να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Να αφήσει την οικογένειά του, όλα όσα τον καταπιέζουν, τη σχέση με τη μητέρα του που τον κυνηγά και να διεκδικήσει την ησυχία του και την ελευθερία του», λέει. «Αν φύγουμε από την εποχή του έργου κι έλθουμε στο 2008 είναι κάτι που το έχουμε ανάγκη όλοι πια, την ελευθερία, την ησυχία, αφού στις μέρες μας ο προσωπικός μας χώρος απειλείται από όλα αυτά που συμβαίνουν».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου