a
a

www.allwe.tv - 18/03/2009

Γράμμα στην κυρία Τάνια Τσανακλίδου
http://www.allwe.tv/

Κυρία Τάνια,

έξω βρέχει και κάτω από το μπαλκόνι μου τα νερά παρασύρουν χώματα και ασχήμια, πού θα καταλήξουν όλα αυτά δεν ξέρω. Σήμερα η φωνή μου είναι βραχνή και τα πόδια μου πονάνε. Χθες βράδυ φώναζα, τραγουδούσα, χόρευα, χοροπηδούσα στον εξώστη του Μετρό. Κι εσείς, έτσι μικροκαμωμένη και μεγαλειώδης, με τη σκιά σας να σας παρακολουθεί όλη την ώρα στις κουρτίνες -θαρρείς πιο μονάχη από όλους, με τα ψηλοτάκουνα φούξια γοβάκια σας να κλαίτε, να θρηνείτε, να ουρλιάζετε, να σπαράζετε, να γελάτε, να φλερτάρετε, να πετάτε…

Το ξέρω, κυρία Τάνια, όποτε μπορείτε, όποτε στ’ αλήθεια σας λείπουμε, είστε εκεί. Είναι εκκωφαντική η απουσία σας και η παρουσία σας βάλσαμο. Ήτανε χρόνια που έλεγα να έρθω να σας δω να τραγουδάτε. Το ήξερα, το ραντεβού είναι πάντα εκεί, στο Μετρό. Μια χρονιά κλείσαμε τραπέζι και πήγα η χαμένη κι ανέβασα σαράντα πυρετό. Την άλλη όλο το ‘χα να ‘ρθω κι όλο η σκέψη να βρεθώ με τόσο κόσμο γύρω με πανικόβαλλε, είχα αναπτύξει αγοραφοβία τρομάρα μου. Μιαν άλλη ήμουν ταπί, σας έβαλα να αναμετρηθείτε με τα τσιγάρα μου και κέρδισαν εκείνα, ντρέπομαι… Κι ας σας κουβαλούσα πάντα μαζί, στα ακουστικά του mp3 μου, στο στερεοφωνικό όταν μαζευόμαστε με φίλους, μια μελωδία ανάμεσα στα δόντια μου περπατώντας στον δρόμο… Φέτος ήταν αλλιώς, όταν τα χρήματα είναι τόσο λίγα και η αίσθηση ότι πνίγεσαι τόσο έντονη τα σκας τα ρημάδια, “αξίζει”, λες, “και γάμα τα τσιγάρα και τους καφέδες, δεν θα φύγουν από τη θέση τους”, και ήρθα, κυρία Τάνια.

Σας είχα δει, μέρες πριν, καθισμένη σε μια καρέκλα ενός τηλεοπτικού στούντιο, δίπλα σας η κυρία Φριτζήλα, χαμογελούσατε, λέγατε τα αστεία σας και αυτοσαρκαζόσασταν αλλά ήσασταν τόσο θλιμμένη, ηττηθήκατε, είπατε, όλες σας τις νίκες ο χρόνος σας τις πήρε. Γερνάτε, είπατε, φοβάστε, κάνατε και το “Μαμά Γερνάω” νανούρισμα μήπως γλυκάνετε την ψυχή σας, μήπως ξεγελάσετε τον χρόνο… Κι όσο σας έβλεπα, κυρία Τάνια, ήθελα να μπορούσα να σας πρόσφερα ένα τσιγάρο, να σας έλεγα ότι καμία νίκη δεν μπορεί να μας την πάρει κανείς, πως είστε Σπουδαία που τα βάζετε μαζί του, πως είστε τόσο Μεγάλη ακριβώς γιατί είστε τόσο ανθρώπινη… Σκατά, δευτερόλεπτα μετά ένιωθα γελοία… Ποια είμαι εγώ, ποιο θράσος των εικοσιπέντε μου χρόνων θα με έφερνε μπροστά σας να σας καθησυχάζω για τον χρόνο; Θα μου λέγατε πως είμαι νέα, και δεν καταλαβαίνω, πως σαν μεγαλώσω τα ξαναλέμε και θα σας πλήγωνα περισσότερο…

Η αλήθεια, όμως, κυρία Τάνια, είναι πως ο καθείς, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, με τον χρόνο τα βάζει, κατέστρωσα τον αντίλογό μου εγώ. Κι είναι ο χρόνος τόσο σφιχταγκαλιασμένος με την απώλεια… Με τους ανθρώπους που αγαπήσαμε, τη νιότη που χάθηκε από τα πρόσωπά μας, την ελαφράδα που βάρυνε κι έπεσε στις πλάτες και τα στομάχια μας, τον αυθορμητισμό μας που έγινε φόβος και μορφασμός αποδοκιμασίας για τον άλλο… Είναι μια μάχη που δεν κερδίζεται όσο νιώθουμε άδειες σακούλες που παρασέρνει ο χρόνος μέχρι να τις εξαφανίσει στη φθορά και τη λήθη. Όμως, κυρία Τάνια, δεν έχουμε πόλεμο στ’ αλήθεια με τον χρόνο. Γιατί είναι τα χνάρια τα δικά μας κι όσων αγαπήσαμε βαθιά χαραγμένα στις ψυχές μας και δεν μπορεί να τα σβήσει, ό,τι κι αν κάνει. Κι εσείς, με την ψυχή σας, χαράξατε τόσες γραμμές σε τούτον τον κόσμο που κανείς δεν μπορεί να τις σβήσει. Δεν θα σταματήσετε ποτέ να τραγουδάτε, ακόμη κι όταν το Μετρό θα έχει καταρρεύσει και τα φούξια λουστρίνια σας θα σας φαίνονται αποκοτιά της στιγμής. Δεν θα σταματήσετε ποτέ να κάνετε νάζια, γιατί είναι τα δικά σας όπως της αιώνιας γυναίκας, κανένας λεπτοδείκτης δεν θα προσθέσει ρυτίδες σε αυτά. Κι ούτε στους στίχους σας, ούτε στις μπούκλες σας έτσι άναρχα που πέφτουν ιδρωμένες στο μέτωπό σας, ούτε στη φωνή σας όταν ραγίζει τις ψυχές μας…

Κι ήμουν αποφασισμένη χθες να ‘ρθω να σας βρω στα καμαρίνια. Όχι να σας πω μπράβο και τα τοιαύτα, ούτε να ζητήσω αυτόγραφο ή να νιώσω το χέρι σας στο δικό μου, μόνο να, ήθελα να σας πω πως δεν έχετε καμία μάχη να δώσετε, πως είναι καιρός να κάνετε ειρήνη… Σας είχα πέντε ώρες μπροστά μου, τραγουδήσαμε μαζί, λικνιστήκαμε, χοροπηδήσαμε, γελάσαμε, ανατριχιάσαμε κι ένιωθα τόσο γεμάτη, τόσο ευτυχισμένη, τόσο έξω από τον χρόνο και τον χώρο που μας σκέπαζε… Κι εκείνη τη στιγμή, όταν όλα τέλειωσαν, κατάλαβα, κυρία Τάνια, πως πάλι βλακείες θα σας είχα πει αν είχα έρθει να σας πω όλα αυτά…

Έχουμε πόλεμο, το νιώθω κι εγώ, κι ας είμαι εικοσιπέντε, σκατά στα μούτρα μου, όσο παλεύω με τους φόβους μου, όσο θριαμβεύω πάνω σ’ αυτούς, έρχεται μια τόση δα στιγμούλα σαν ακίδα καμουφλαρισμένη στις πρασινάδες και μου θυμίζει πόσο πονάει η απώλεια, πως ποτέ δεν θα καταφέρω να συμβιβαστώ μαζί της, πως όσο αγαπώ τον χρόνο άλλο τόσο τον φοβάμαι και τον αποστρέφομαι.

Και τώρα σας γράφω τούτο το γράμμα. Γιατί έχω κάτι να σας πω, κάτι που ένιωσα μετά από όλα όσα ζήσαμε. Κυρία Τάνια, ό,τι κι αν κάνετε στον πόλεμο τούτο, κι αν επιλέξετε να πέσετε, κι αν σταθείτε όρθια, για μένα θα είστε η παντοτινή νικήτρια. Γιατί ένα δεν κατάφερε ο χρόνος με σας. Να συρρικνώσει την ψυχή σας… Δεν κατάφερε να σας κατεβάσει από τη σκηνή, να τσακίσει τη φωνή σας, να μιζεριάσει όσα μοιράζεστε μαζί μας… Κι όσο απλόχερα είστε ο εαυτός σας με τόσους προβολείς να σας τυφλώνουν άλλο τόσο απλόχερα ο χρόνος σας παραχωρεί τον δρόμο να προχωρήσετε.

Κι έτσι, κυρία Τάνια, χαρούμενη πως βρήκα την απάντησή σας, κι ίσως τη δική μου, σας έγραψα τούτο το γράμμα την ώρα που έξω βρέχει κι όλη η ασχήμια παρασύρεται για άγνωστο προορισμό… Κι αν δεν το λάβετε ποτέ, δεν σημαίνει πως το γράμμα αυτό είναι δίχως παραλήπτη.

2 σχόλια:

danae είπε...

ευτυχώς που κάποιος βρήκε τα λόγια

Ανώνυμος είπε...

μαγκια σου κοριτσακι.