Ελευθεροτυπία - 30/01/2005
«Λίφτινγκ; Μα αυτό είναι ταπείνωση!»
της Μ. Κουστένη
Και ξαφνικά η Τάνια Τσανακλίδου σκίζει κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο «Μετρό». Σε ένα λιτό σκηνικό με ένα παγκάκι και τρεις καρέκλες για τους Παναγιώτη Τσεβά (ακορντεόν), Μανώλη Καραντίνη (μπουζούκι) και Γιάννη Παπαζαχαριάκη (κιθάρα). Και με θέσεις και για ορθίους.
Ο Π.Τσεβάς με το ακορντεόν του, ο Μ. Καραντίνης στο μπουζούκι και ο Γ.Παπαζαχαριάκης με την κιθάρα του δεν συνοδεύουν μόνο μουσικά την Τάνια Τσανακλίδου. Λένε ιστορίες, γελάνε, διασκεδάζουν.
Αυθόρμητη κι αισθησιακή, χωρίς ενοχές, με χιούμορ, αποκαλυπτική -κυρίως μέσα από τις ιστορίες που ανταλλάσσει με τους μουσικούς- κι ακομπλεξάριστη. Και κυρίως με απρόβλεπτο ρεπερτόριο: λαϊκά.
Σκηνή και κοινό γίνονται ένα. Στο «Ιστορία μου αμαρτία μου» αλλά και στα τραγούδια του Λοΐζου, του Χατζιδάκι, του Κραουνάκη, του Σπανού. Ακόμα κι όταν εκείνη αποχωρεί για λίγο -«ένα τσιγάρο θα κάνω εδώ στην άκρη»-, οι μουσικοί συνεχίζουν. Στο σπίτι της στήθηκε όλο αυτό. Κατά τύχη. Σαν στο σπίτι μας νιώσαμε κι εμείς.
- Δεν αισθάνεστε λίγο μόνη, που φέτος είναι η σεζόν των ντουέτων;
«Μα δεν είναι όλες επιτυχημένες. Η Δήμητρα κι η Αλκηστις είναι εξαιρετικές. Υπάρχουν, όμως, κι άλλα που με απωθούν και όσοι πήγαν μού είπαν τα χειρότερα. Εκεί δεν θα πάω γιατί στενοχωριέμαι. Ταυτίζομαι με όποιον είναι στη σκηνή».
- Την δική σας επιτυχία την περιμένατε;
«Τόσο μεγάλη όχι. Κι αν σου πω ότι ξεκίνησε στο σπίτι μου ένα βράδυ που ψάχναμε για τραγούδια με τον Τσεβά... Μετά προέκυψε ο Παπαζαχαριάκης κι έπειτα ο Καραντίνης. Σκεφτόμουν ότι δεν θα είχα χρήματα να τους πληρώσω. Ομως, προς τιμήν τους, ήρθαν χωρίς πολλές απαιτήσεις. Μπουχτισμένοι κι αυτοί με ακολούθησαν σαν να θέλαμε να ξεπλύνουμε όλοι μαζί την ψυχή μας».
- Με το λαϊκό τραγούδι, ωστόσο, δεν είχατε ποτέ σχέση.
«Καμία. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω να τραγουδώ λαϊκά. Μόνο τα ρεμπέτικα γνώριζα. Και στη δεκαετία του '70 μού άρεσε να πηγαίνω στα σκυλάδικα».
- Πάντως, όλες σας οι δουλειές έχουν έντονο το προσωπικό στοιχείο.
«Ναι, γιατί ακολουθούν τις διαθέσεις μου. Είναι σαν να διηγούμαι μια ιστορία. Θέλω να διασκεδάζω με αυτό που κάνω. Οποτε δεν περνάω καλά σε μια δουλειά, αρρωσταίνω. Μέχρι το νοσοκομείο έχω φτάσει».
- Και είναι πάντα έντονο και το θεατρικό στοιχείο.
«Γιατί δεν ένιωσα ποτέ ούτε ηθοποιός ούτε τραγουδίστρια. Ενιωθα καλλιτέχνης, όσο αστείο, ρομαντικό κι επηρμένο κι αν ακούγεται».
- Τώρα που όλα τα πράγματα στο τραγούδι έχουν κι από έναν σκηνοθέτη, πώς σας φαίνεται;
«Εχω δει παραστάσεις σκηνοθετημένες, όπως για παράδειγμα τη "Νεφέλη" της Χαρούλας ή τη δουλειά του Παπαϊωάννου με την Αλκηστη, που ήταν εξαιρετικές. Εχω δει όμως κι άλλες που ήταν φρίκη. Δεν με ενοχλεί η σκηνοθεσία, με ενοχλεί η έλλειψη μέτρου και το υψωμένο δάκτυλο του δασκάλου».
- Το κοινό, όταν τραγουδάτε, το παρατηρείτε;
«Το αισθάνομαι, δεν το παρατηρώ, γιατί δεν μπορώ να παίξω το ρόλο του κουτσομπόλη εκείνη την ώρα. Οταν μάλιστα μιλάει με ενοχλεί, και κάπου κάπου τους "τη λέω". Γενικά νομίζω ότι τόσα χρόνια το έχω λίγο εκπαιδεύσει το κοινό μου. Δεν δουλεύω σε σκυλάδικα που γδύνουν τον κόσμο, που θα σε προσβάλλει ο μετρ, ούτε συνεργάζομαι με κάποιους που θα έκαναν τον κόσμο να νιώσει άβολα».
- Φέτος, πώς είναι το κοινό που έρχεται στο «Μετρό»;
«Κατ' αρχήν είναι ένα ευρύτερο κοινό. Οταν ένα μαγαζί είναι φίσκα κάθε φορά, αδυνατώ να πιστέψω ότι έχω τόσους πολλούς φαν. Μέχρι σήμερα δούλευα με πιο νεαρόκοσμο, τώρα μου έρχονται και μεγαλύτεροι. Είναι άνθρωποι που θέλουν να νιώσουν απελευθερωμένοι από συμβάσεις και να διασκεδάσουν με την ψυχή τους».
- Οι περισσότερες, πάντως, άλλη μια φορά είναι γυναίκες.
«Μα οι γυναίκες πια δεν είμαστε πολύ μόνες; Εγώ όπου και να πηγαίνω μια γυναικοπαρέα θα συναντήσω. Οι άντρες όταν βρίσκονται με φίλους δεν θα έρθουν σε μένα. Θα πάνε σε μπαρ, σε καφενείο, άντε και σε κανένα στριπτιζάδικο».
- Αυτό βέβαια είναι και μια ένδειξη γυναικείας ανεξαρτησίας.
«Είναι σίγουρα καλύτερα από παλιότερα, που αισθανόμασταν απροστάτευτες χωρίς τον άντρα. Είναι απελευθέρωση να πηγαίνουμε παντού, ακόμα και μόνες».
- Το «Ιστορία μου αμαρτία μου» το αφιερώσατε στους αμαρτωλούς.
Τι είναι για σας αμαρτία στον έρωτα;
«Το να ξεχνάς και να μην τιμάς. Τίποτε άλλο».
- Δείχνετε σαν να μη σας ενδιέφερε ποτέ η καριέρα. Ετσι είναι;
«Το άγχος της επόμενης μέρας στο τραγούδι δεν το ένιωσα ποτέ. Θα έκανα οποιαδήποτε δουλειά για να επιβιώσω. Τα τελευταία δέκα χρόνια έχω μια απολύτως αριστοκρατική σχέση με το τραγούδι. Βγαίνω στη σκηνή μόνο όταν έχω κάτι να πω. Αυτή τη χάρη βέβαια δεν την απέκτησα. Απειρες φορές ένιωσα αβοήθητη. Αλλες τόσες ότι υπάρχουν υπερεκτιμημένες αξίες γύρω μου».
- Είναι πια εύκολο πράγμα να γίνει κανείς τραγουδιστής;
«Γιατί, είναι δυσκολότερο να γίνεις δημοσιογράφος; Μα τα πάντα γίνονται εύκολα πια. Το καταστροφικό δεν είναι ότι γίνονται όλοι τραγουδιστές σε μια νύχτα. Είναι ότι γίνονται σταρ. Η ευμάρεια, δυστυχώς, μας έχει κάνει νωθρούς».
- Και με τη δισκογραφία έχετε ιδιότυπη σχέση.
«Δεν ανήκω σε καμία εταιρεία εδώ και δέκα χρόνια. Μου αρέσει το στούντιο αλλά θεωρώ μάταιη διαδικασία το να βγάζω δίσκους γιατί το γράφει το συμβόλαιο».
- Τα χρόνια που ξεκινούσατε δυσκολευτήκατε;
«Καθόλου. Μου ήρθαν όλα τρομερά εύκολα. Πάντα είχα την απίστευτη τύχη να διαλέγω. Από το 1973 που κατέβηκα στην Αθήνα δούλευα σε 3 δουλειές συγχρόνως».
- Στην πορεία, βέβαια, άλλαξαν τα πράγματα.
«Οι δυσκολίες ξεκίνησαν από εκείνη την άτιμη δεκαετία του '80, που η γκλαμουριά μπήκε στη ζωή μας. Η πλαστή ευμάρεια του λάιφ στάιλ που μας ανάγκασε να δουλεύουμε 15 ώρες για να έχουμε ακριβό αυτοκίνητο και να είμαστε χρεωμένοι εσαεί».
- Ποια είναι η δική σας πολυτέλεια;
«Ο ελεύθερος χρόνος. Αυτή είναι η αξία που απωλέσαμε. Για να μη μιλήσω για το χρόνο με τον εαυτό μας. Αυτός είναι ανύπαρκτος. Ευχόμαστε να μην έχουμε, γιατί δεν ξέρουμε τι να τον κάνουμε. Αυτό σημαίνει λάιφ στάιλ. Κι όλα ξεκίνησαν τότε από τα in και out του "Ταχυδρόμου". Περάσαμε στη θεοποίηση της ψευδούς εικόνας και το χλευασμό των αισθημάτων. Μπήκε στη ζωή μας το κουλ κι έβαλε στην άκρη τα αισθήματα που μας κάνουν ξεχωριστούς. Επρεπε οπωσδήποτε να γίνουμε σαν τον ηλίθιο διπλανό μας γιάπη γιατί αλλιώς δεν είμαστε κοινωνικά αποδεκτοί. Η συναισθηματική μας ζωή έχασε τον πλούτο κι έγινε απλά σεξουαλική. Με αποτέλεσμα η μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών να ντυνόμαστε σαν πόρνες και οι άντρες να τρέχουν στα ινστιτούτα να κάνουν αποτρίχωση. Γι' αυτό κι εγώ δε γουστάρω καθόλου τους κουλ. Κλαίω, γελάω, γίνομαι ρεζίλι χωρίς ενοχή. Δεν θα ξεχάσω, πριν από δέκα χρόνια σε ένα περιοδικό δημοσίευσαν μια φωτογραφία μου με την εξής κατηγορία στη λεζάντα: "Μαμά γερνάω. Πάχυνα και γέρασα". Σοκαρίστηκα. Κοίτα να δεις που είναι ντροπή να μεγαλώνεις. Σας πληροφορώ ότι υπάρχουν κορίτσια που ένα τέτοιο δημοσίευμα θα τις οδηγούσε στον πλαστικό χειρουργό. Μα δεν βλέπετε που αποσύρουν τηλεπαρουσιάστριες επειδή κουράστηκε, λένε, το πρόσωπό τους; Δεν σκέφτονται ότι τουλάχιστον από αυτές ακούγαμε καλά ελληνικά. Μια ολόκληρη γενιά έχασε τα καλύτερά της χρόνια μέσα στη βλακεία».
«Ξεπουλήσαμε τα πάντα»
- Μιλάτε για τη δική σας γενιά.
«Εντελώς. Εμείς κάναμε όλα τα εγκλήματα. Ημασταν προνομιούχοι γιατί δεν ζήσαμε κανένα πόλεμο. Μας συσπείρωσε λίγο η δικτατορία, αλλά στη συνέχεια γίναμε κυρίαρχη τάξη κι αποκτήσαμε έναν απίστευτο κυνισμό. Απελπισμένοι που οι ιδεολογίες κατέρρευσαν, ξεπουλήσαμε τα πάντα. Μείναμε οι περισσότεροι άστεγοι κομματικά και όταν μπήκαν στη μέση τα φράγκα, ήρθαν τα αποτελέσματα που βλέπετε».
- Δεν σας ενδιαφέρει καθόλου η εικόνα σας;
«Οι καλλιτέχνες έχουμε έντονο ναρκισσισμό. Ετσι, όταν μεγαλώνεις κι η εικόνα αρχίζει να σε προδίδει, παθαίνεις σοκ. Την έπαθα κι εγώ. Οταν καβατζάρεις τα 50, τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Η απογοήτευση είναι απογοήτευση. Πάχυνα, κρέμασε η μούρη μου, κι αφού πέρασα αυτή την φοβερή κρίση αποφάσισα ότι με αυτό που είμαι θα ζήσω. Είμαι κατά του λίφτινγκ. Το θεωρώ ταπείνωση. Αν ποτέ έκανα, θα ήταν σαν να κυκλοφορώ με ψεύτικη ταυτότητα».
- Εντάξει, δεν φοβάστε πλέον να γεράσετε. Ποια πράγματα φοβάστε;
«Πιο νέα έτρεμα το θάνατο. Τώρα πια έχω μια φοβερή αγωνία να μην είμαι μόνη μου, ή το ότι δεν θα με βρουν. Εχει να κάνει περισσότερο με τη μοναξιά αυτό, παρά με το θάνατο».
- Μια και γυρίσαμε στο παρελθόν, τα παιδικά σας χρόνια πώς ήταν;
«Και καλά και κακά. Καλά γιατί η οικογένειά μου ήταν πολυπληθής. Κακά γιατί τα πρώτα μου χρόνια η μαμά μου με άφηνε στη γιαγιά, τη θεία... Αυτό, τώρα καταλαβαίνω, μου άφησε τρομερά κατάλοιπα. Καταγράφηκε μέσα μου σαν άρνηση. Και μετά ανέπτυξα την ανάγκη να διακρίνομαι. Ημουν πρώτη μαθήτρια στο σχολείο, πήγα από παιδί στο θέατρο, λες και ήθελα να τους αποδείξω ότι αξίζω. Αυτό το "γαμώτο", με κυνηγούσε έως προσφάτως. Είναι πολύ οδυνηρό και άδικο και για τον εαυτό σου και για τους άλλους. Ευτυχώς, σιγά σιγά απαλλάσσομαι...».
της Μ. Κουστένη
Και ξαφνικά η Τάνια Τσανακλίδου σκίζει κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο «Μετρό». Σε ένα λιτό σκηνικό με ένα παγκάκι και τρεις καρέκλες για τους Παναγιώτη Τσεβά (ακορντεόν), Μανώλη Καραντίνη (μπουζούκι) και Γιάννη Παπαζαχαριάκη (κιθάρα). Και με θέσεις και για ορθίους.
Ο Π.Τσεβάς με το ακορντεόν του, ο Μ. Καραντίνης στο μπουζούκι και ο Γ.Παπαζαχαριάκης με την κιθάρα του δεν συνοδεύουν μόνο μουσικά την Τάνια Τσανακλίδου. Λένε ιστορίες, γελάνε, διασκεδάζουν.
Αυθόρμητη κι αισθησιακή, χωρίς ενοχές, με χιούμορ, αποκαλυπτική -κυρίως μέσα από τις ιστορίες που ανταλλάσσει με τους μουσικούς- κι ακομπλεξάριστη. Και κυρίως με απρόβλεπτο ρεπερτόριο: λαϊκά.
Σκηνή και κοινό γίνονται ένα. Στο «Ιστορία μου αμαρτία μου» αλλά και στα τραγούδια του Λοΐζου, του Χατζιδάκι, του Κραουνάκη, του Σπανού. Ακόμα κι όταν εκείνη αποχωρεί για λίγο -«ένα τσιγάρο θα κάνω εδώ στην άκρη»-, οι μουσικοί συνεχίζουν. Στο σπίτι της στήθηκε όλο αυτό. Κατά τύχη. Σαν στο σπίτι μας νιώσαμε κι εμείς.
- Δεν αισθάνεστε λίγο μόνη, που φέτος είναι η σεζόν των ντουέτων;
«Μα δεν είναι όλες επιτυχημένες. Η Δήμητρα κι η Αλκηστις είναι εξαιρετικές. Υπάρχουν, όμως, κι άλλα που με απωθούν και όσοι πήγαν μού είπαν τα χειρότερα. Εκεί δεν θα πάω γιατί στενοχωριέμαι. Ταυτίζομαι με όποιον είναι στη σκηνή».
- Την δική σας επιτυχία την περιμένατε;
«Τόσο μεγάλη όχι. Κι αν σου πω ότι ξεκίνησε στο σπίτι μου ένα βράδυ που ψάχναμε για τραγούδια με τον Τσεβά... Μετά προέκυψε ο Παπαζαχαριάκης κι έπειτα ο Καραντίνης. Σκεφτόμουν ότι δεν θα είχα χρήματα να τους πληρώσω. Ομως, προς τιμήν τους, ήρθαν χωρίς πολλές απαιτήσεις. Μπουχτισμένοι κι αυτοί με ακολούθησαν σαν να θέλαμε να ξεπλύνουμε όλοι μαζί την ψυχή μας».
- Με το λαϊκό τραγούδι, ωστόσο, δεν είχατε ποτέ σχέση.
«Καμία. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω να τραγουδώ λαϊκά. Μόνο τα ρεμπέτικα γνώριζα. Και στη δεκαετία του '70 μού άρεσε να πηγαίνω στα σκυλάδικα».
- Πάντως, όλες σας οι δουλειές έχουν έντονο το προσωπικό στοιχείο.
«Ναι, γιατί ακολουθούν τις διαθέσεις μου. Είναι σαν να διηγούμαι μια ιστορία. Θέλω να διασκεδάζω με αυτό που κάνω. Οποτε δεν περνάω καλά σε μια δουλειά, αρρωσταίνω. Μέχρι το νοσοκομείο έχω φτάσει».
- Και είναι πάντα έντονο και το θεατρικό στοιχείο.
«Γιατί δεν ένιωσα ποτέ ούτε ηθοποιός ούτε τραγουδίστρια. Ενιωθα καλλιτέχνης, όσο αστείο, ρομαντικό κι επηρμένο κι αν ακούγεται».
- Τώρα που όλα τα πράγματα στο τραγούδι έχουν κι από έναν σκηνοθέτη, πώς σας φαίνεται;
«Εχω δει παραστάσεις σκηνοθετημένες, όπως για παράδειγμα τη "Νεφέλη" της Χαρούλας ή τη δουλειά του Παπαϊωάννου με την Αλκηστη, που ήταν εξαιρετικές. Εχω δει όμως κι άλλες που ήταν φρίκη. Δεν με ενοχλεί η σκηνοθεσία, με ενοχλεί η έλλειψη μέτρου και το υψωμένο δάκτυλο του δασκάλου».
- Το κοινό, όταν τραγουδάτε, το παρατηρείτε;
«Το αισθάνομαι, δεν το παρατηρώ, γιατί δεν μπορώ να παίξω το ρόλο του κουτσομπόλη εκείνη την ώρα. Οταν μάλιστα μιλάει με ενοχλεί, και κάπου κάπου τους "τη λέω". Γενικά νομίζω ότι τόσα χρόνια το έχω λίγο εκπαιδεύσει το κοινό μου. Δεν δουλεύω σε σκυλάδικα που γδύνουν τον κόσμο, που θα σε προσβάλλει ο μετρ, ούτε συνεργάζομαι με κάποιους που θα έκαναν τον κόσμο να νιώσει άβολα».
- Φέτος, πώς είναι το κοινό που έρχεται στο «Μετρό»;
«Κατ' αρχήν είναι ένα ευρύτερο κοινό. Οταν ένα μαγαζί είναι φίσκα κάθε φορά, αδυνατώ να πιστέψω ότι έχω τόσους πολλούς φαν. Μέχρι σήμερα δούλευα με πιο νεαρόκοσμο, τώρα μου έρχονται και μεγαλύτεροι. Είναι άνθρωποι που θέλουν να νιώσουν απελευθερωμένοι από συμβάσεις και να διασκεδάσουν με την ψυχή τους».
- Οι περισσότερες, πάντως, άλλη μια φορά είναι γυναίκες.
«Μα οι γυναίκες πια δεν είμαστε πολύ μόνες; Εγώ όπου και να πηγαίνω μια γυναικοπαρέα θα συναντήσω. Οι άντρες όταν βρίσκονται με φίλους δεν θα έρθουν σε μένα. Θα πάνε σε μπαρ, σε καφενείο, άντε και σε κανένα στριπτιζάδικο».
- Αυτό βέβαια είναι και μια ένδειξη γυναικείας ανεξαρτησίας.
«Είναι σίγουρα καλύτερα από παλιότερα, που αισθανόμασταν απροστάτευτες χωρίς τον άντρα. Είναι απελευθέρωση να πηγαίνουμε παντού, ακόμα και μόνες».
- Το «Ιστορία μου αμαρτία μου» το αφιερώσατε στους αμαρτωλούς.
Τι είναι για σας αμαρτία στον έρωτα;
«Το να ξεχνάς και να μην τιμάς. Τίποτε άλλο».
- Δείχνετε σαν να μη σας ενδιέφερε ποτέ η καριέρα. Ετσι είναι;
«Το άγχος της επόμενης μέρας στο τραγούδι δεν το ένιωσα ποτέ. Θα έκανα οποιαδήποτε δουλειά για να επιβιώσω. Τα τελευταία δέκα χρόνια έχω μια απολύτως αριστοκρατική σχέση με το τραγούδι. Βγαίνω στη σκηνή μόνο όταν έχω κάτι να πω. Αυτή τη χάρη βέβαια δεν την απέκτησα. Απειρες φορές ένιωσα αβοήθητη. Αλλες τόσες ότι υπάρχουν υπερεκτιμημένες αξίες γύρω μου».
- Είναι πια εύκολο πράγμα να γίνει κανείς τραγουδιστής;
«Γιατί, είναι δυσκολότερο να γίνεις δημοσιογράφος; Μα τα πάντα γίνονται εύκολα πια. Το καταστροφικό δεν είναι ότι γίνονται όλοι τραγουδιστές σε μια νύχτα. Είναι ότι γίνονται σταρ. Η ευμάρεια, δυστυχώς, μας έχει κάνει νωθρούς».
- Και με τη δισκογραφία έχετε ιδιότυπη σχέση.
«Δεν ανήκω σε καμία εταιρεία εδώ και δέκα χρόνια. Μου αρέσει το στούντιο αλλά θεωρώ μάταιη διαδικασία το να βγάζω δίσκους γιατί το γράφει το συμβόλαιο».
- Τα χρόνια που ξεκινούσατε δυσκολευτήκατε;
«Καθόλου. Μου ήρθαν όλα τρομερά εύκολα. Πάντα είχα την απίστευτη τύχη να διαλέγω. Από το 1973 που κατέβηκα στην Αθήνα δούλευα σε 3 δουλειές συγχρόνως».
- Στην πορεία, βέβαια, άλλαξαν τα πράγματα.
«Οι δυσκολίες ξεκίνησαν από εκείνη την άτιμη δεκαετία του '80, που η γκλαμουριά μπήκε στη ζωή μας. Η πλαστή ευμάρεια του λάιφ στάιλ που μας ανάγκασε να δουλεύουμε 15 ώρες για να έχουμε ακριβό αυτοκίνητο και να είμαστε χρεωμένοι εσαεί».
- Ποια είναι η δική σας πολυτέλεια;
«Ο ελεύθερος χρόνος. Αυτή είναι η αξία που απωλέσαμε. Για να μη μιλήσω για το χρόνο με τον εαυτό μας. Αυτός είναι ανύπαρκτος. Ευχόμαστε να μην έχουμε, γιατί δεν ξέρουμε τι να τον κάνουμε. Αυτό σημαίνει λάιφ στάιλ. Κι όλα ξεκίνησαν τότε από τα in και out του "Ταχυδρόμου". Περάσαμε στη θεοποίηση της ψευδούς εικόνας και το χλευασμό των αισθημάτων. Μπήκε στη ζωή μας το κουλ κι έβαλε στην άκρη τα αισθήματα που μας κάνουν ξεχωριστούς. Επρεπε οπωσδήποτε να γίνουμε σαν τον ηλίθιο διπλανό μας γιάπη γιατί αλλιώς δεν είμαστε κοινωνικά αποδεκτοί. Η συναισθηματική μας ζωή έχασε τον πλούτο κι έγινε απλά σεξουαλική. Με αποτέλεσμα η μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών να ντυνόμαστε σαν πόρνες και οι άντρες να τρέχουν στα ινστιτούτα να κάνουν αποτρίχωση. Γι' αυτό κι εγώ δε γουστάρω καθόλου τους κουλ. Κλαίω, γελάω, γίνομαι ρεζίλι χωρίς ενοχή. Δεν θα ξεχάσω, πριν από δέκα χρόνια σε ένα περιοδικό δημοσίευσαν μια φωτογραφία μου με την εξής κατηγορία στη λεζάντα: "Μαμά γερνάω. Πάχυνα και γέρασα". Σοκαρίστηκα. Κοίτα να δεις που είναι ντροπή να μεγαλώνεις. Σας πληροφορώ ότι υπάρχουν κορίτσια που ένα τέτοιο δημοσίευμα θα τις οδηγούσε στον πλαστικό χειρουργό. Μα δεν βλέπετε που αποσύρουν τηλεπαρουσιάστριες επειδή κουράστηκε, λένε, το πρόσωπό τους; Δεν σκέφτονται ότι τουλάχιστον από αυτές ακούγαμε καλά ελληνικά. Μια ολόκληρη γενιά έχασε τα καλύτερά της χρόνια μέσα στη βλακεία».
«Ξεπουλήσαμε τα πάντα»
- Μιλάτε για τη δική σας γενιά.
«Εντελώς. Εμείς κάναμε όλα τα εγκλήματα. Ημασταν προνομιούχοι γιατί δεν ζήσαμε κανένα πόλεμο. Μας συσπείρωσε λίγο η δικτατορία, αλλά στη συνέχεια γίναμε κυρίαρχη τάξη κι αποκτήσαμε έναν απίστευτο κυνισμό. Απελπισμένοι που οι ιδεολογίες κατέρρευσαν, ξεπουλήσαμε τα πάντα. Μείναμε οι περισσότεροι άστεγοι κομματικά και όταν μπήκαν στη μέση τα φράγκα, ήρθαν τα αποτελέσματα που βλέπετε».
- Δεν σας ενδιαφέρει καθόλου η εικόνα σας;
«Οι καλλιτέχνες έχουμε έντονο ναρκισσισμό. Ετσι, όταν μεγαλώνεις κι η εικόνα αρχίζει να σε προδίδει, παθαίνεις σοκ. Την έπαθα κι εγώ. Οταν καβατζάρεις τα 50, τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Η απογοήτευση είναι απογοήτευση. Πάχυνα, κρέμασε η μούρη μου, κι αφού πέρασα αυτή την φοβερή κρίση αποφάσισα ότι με αυτό που είμαι θα ζήσω. Είμαι κατά του λίφτινγκ. Το θεωρώ ταπείνωση. Αν ποτέ έκανα, θα ήταν σαν να κυκλοφορώ με ψεύτικη ταυτότητα».
- Εντάξει, δεν φοβάστε πλέον να γεράσετε. Ποια πράγματα φοβάστε;
«Πιο νέα έτρεμα το θάνατο. Τώρα πια έχω μια φοβερή αγωνία να μην είμαι μόνη μου, ή το ότι δεν θα με βρουν. Εχει να κάνει περισσότερο με τη μοναξιά αυτό, παρά με το θάνατο».
- Μια και γυρίσαμε στο παρελθόν, τα παιδικά σας χρόνια πώς ήταν;
«Και καλά και κακά. Καλά γιατί η οικογένειά μου ήταν πολυπληθής. Κακά γιατί τα πρώτα μου χρόνια η μαμά μου με άφηνε στη γιαγιά, τη θεία... Αυτό, τώρα καταλαβαίνω, μου άφησε τρομερά κατάλοιπα. Καταγράφηκε μέσα μου σαν άρνηση. Και μετά ανέπτυξα την ανάγκη να διακρίνομαι. Ημουν πρώτη μαθήτρια στο σχολείο, πήγα από παιδί στο θέατρο, λες και ήθελα να τους αποδείξω ότι αξίζω. Αυτό το "γαμώτο", με κυνηγούσε έως προσφάτως. Είναι πολύ οδυνηρό και άδικο και για τον εαυτό σου και για τους άλλους. Ευτυχώς, σιγά σιγά απαλλάσσομαι...».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου